συκοφαντία — συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc/acc dual συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc nom/voc/acc dual συκοφαντίας masc voc sg συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc voc sg (attic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίᾳ — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίαι , συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντία — η ψευδής κατηγορία: Προσπάθησαν με διάφορες συκοφαντίες να μειώσουν το κύρος του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
συκοφαντίας — συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem gen sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίᾱς , συκοφαντίης … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίαι — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat sg (attic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίαν — συκοφαντίᾱν , συκοφαντία vexatious fem acc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱν , συκοφαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) συκοφαντίας masc acc sg σῡκοφαντίᾱν , συκοφαντίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίαν ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντιῶν — συκοφαντία vexatious fem gen pl συκοφαντίας masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντίης masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντιά fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συκοφαντίαις — συκοφαντία vexatious fem dat pl συκοφαντίας masc dat pl σῡκοφαντίαις , συκοφαντίης masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… … Dictionary of Greek
κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… … Dictionary of Greek