συκοφαντία

συκοφαντία
η, ΝΜΑ [συκοφάντης]
η ενέργεια τού συκοφάντη, ψευδής και αβάσιμη κατηγορία, διαβολή
μσν.
παρερμηνεία
αρχ.
1. λογική απάτη, σόφισμα
2. καταπίεση
3. φρ. α) «δίδωμί τινι συκοφαντίαν» — δίνω αφορμή για ψευδή κατηγορία εναντίον κάποιου (Δημοσθ.)
β) «συκοφαντίαν τινί προσάγω» — χρησιμοποιώ ψευδείς αποδείξεις ή ισχυρισμούς σε μια υπόθεση (Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • συκοφαντία — συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc/acc dual συκοφαντίᾱ , συκοφαντία vexatious fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc nom/voc/acc dual συκοφαντίας masc voc sg συκοφαντίᾱ , συκοφαντίας masc voc sg (attic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίᾳ — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίαι , συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντία — η ψευδής κατηγορία: Προσπάθησαν με διάφορες συκοφαντίες να μειώσουν το κύρος του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συκοφαντίας — συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντία vexatious fem gen sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc acc pl συκοφαντίᾱς , συκοφαντίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίᾱς , συκοφαντίης …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαι — συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντία vexatious fem dat sg (attic doric aeolic) συκοφαντίας masc nom/voc pl συκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίας masc dat sg (attic doric aeolic) σῡκοφαντίαι , συκοφαντίης masc nom/voc pl σῡκοφαντίᾱͅ , συκοφαντίης masc dat sg (attic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαν — συκοφαντίᾱν , συκοφαντία vexatious fem acc sg (attic doric aeolic) συκοφαντίᾱν , συκοφαντίας masc acc sg (attic epic doric aeolic) συκοφαντίας masc acc sg σῡκοφαντίᾱν , συκοφαντίης masc acc sg (attic epic doric aeolic) σῡκοφαντίαν ,… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντιῶν — συκοφαντία vexatious fem gen pl συκοφαντίας masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντίης masc gen pl σῡκοφαντιῶν , συκοφαντιά fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συκοφαντίαις — συκοφαντία vexatious fem dat pl συκοφαντίας masc dat pl σῡκοφαντίαις , συκοφαντίης masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβανιά — Λέξη αραβικής προέλευσης, που σημαίνει συκοφαντία, ζημιά, βλάβη. Ειδικότερα, στα χρόνια της τουρκοκρατίας, α. λεγόταν η συκοφαντική καταγγελία προς τα οθωμανικά δικαστήρια, είτε για λόγους εκδίκησης είτε για εκβιασμό. To οθωμανικό ποινικό δίκαιο… …   Dictionary of Greek

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”